- παπαρούνα
- Kοινή ονομασία διαφόρων ειδών του βοτανικού γένους μήκων (οικογένεια μηκωνιδών, δικοτυλήδονα). Κοινότερο είδος είναι η άγρια π. (μήκων η ροιάς), που συναντιέται άφθονη μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου σε όλη την Ελλάδα, στους ακαλλιέργητους αγρούς, στους κάμπους και στους σιταγρούς, των οποίων αποτελεί ζιζάνιο. Τα μεγάλα της άνθη είναι εντυπωσιακά, με στεφάνη από τέσσερα ζωηρά κόκκινα πέταλα που στη βάση (τον όνυχα) είναι μελανά. Στο ανοιγμένο άνθος λείπει ο κάλυκας, ο οποίος κατά το στάδιο που το άνθος είναι μπουμπούκι αποτελείται από δύο κοίλα, τραχιά, λόγω τριχών, σέπαλα, και ο οποίος, καθώς το άνθος ανοίγει, πέφτει. Χαρακτηριστικός είναι ο ύπερος, που αποτελείται από μερικά καρπόφυλλα, συμφυή προς σφαιρική ωοθήκη. Πάνω σε αυτόν, τα απλωτά και ενωμένα σε δίσκο στίγματα σχηματίζουν ένα είδος πώματος· τον περιβάλλουν πολυάριθμοι στήμονες με μικρούς γκρίζους-ιώδεις ανθήρες. Η ωοθήκη ωριμάζοντας μετασχηματίζεται σε κάψα (κωδία), που είναι γεμάτη από πλήθος καστανόμαυρους μικροσκοπικούς σπόρους και ανοίγει με πόρους κάτω από τον στιγματοφόρο δίσκο της κορυφής.
Συγγενές είδος είναι το αφιόνι (μήκων η υπνοφόρος) που κατάγεται από την ανατολική Ασία, έχει άνθη λευκά, κόκκινα ή βαθυκόκκινα, ανάλογα με την ποικιλία, και καλλιεργείται για την εξαγωγή του οπίου, καθώς επίσης και για την παραγωγή σπερμάτων και την εξαγωγή –με έκθλιψη– ελαίου. Υπάρχουν ποικιλίες με άνθη διπλά ή με πέταλα κροσσωτά και κατασχισμένα, κατάλληλες για καλλωπιστικά φυτά κήπου. Στην Ελλάδα έχει απαγορευτεί η καλλιέργεια της π. αφιόνι, καλλιεργούνται όμως οι καλλωπιστικές ποικιλίες της στους κήπους και στα πάρκα. Ο βλαστός της, που μπορεί να φτάσει και να ξεπεράσει σε ύψος το 1 μ., φέρει φύλλα ωοειδή-προμήκη, ανίσως οδοντωτά, περίβλαστα, γλαυκόχρωμα· η σφαιροειδής ωοθήκη είναι πολύ πιο μεγάλη από της άγριας π. Με εντομές και χαραγές στον ημιώριμο καρπό (κάψα ή κωδία) της π. της υπνοφόρου, εξέρχεται οπός, με τη μορφή ρητινωδών σταγόνων, που πήζει γρήγορα στον αέρα. Ο αποξηραμένος οπός αποτελεί το όπιο, υπνωτική και καταπραϋντική δρόγη, από την οποία εξάγονται πολλά άλλα αλκαλοειδή, ενώ επίσης χρησιμοποιείται στην ιατρική, υπό τη μορφή κωδεΐνης, θηβαίνης, παπαβερίνης και μορφίνης. Από την π. την υπνοφόρο ξεχωρίζουν στη γεωργία ποικιλίες για παραγωγή ελαίου, που έχουν λευκά άνθη και καρπούς χωρίς πόρους. Από τα σπέρματά τους εξάγεται με έκθλιψη εδώδιμο έλαιο, όχι πολύ αξιόλογο, και με εξαγωγή εν θερμώ ένα ξηραινόμενο έλαιο για ζωγραφική και βερνίκια.
Η ελληνική χλωρίδα εκτός από το πρώτο είδος (μήκων η ροιάς), περιλαμβάνει 10 ακόμα είδη, όπως: μ. η αλπική, μ. η τριχοφόρα, μ. η έμμισχη, μ. η πτεροσχιδής, μ. η κοσμία, μ. το υβρίδιο, μ. η μελανοβαφής κ.ά.
π. άγρια. Κοινή ονομασία διαφόρων φυτών. Από αυτά, ο άδωνης ο θερινός της οικογένειας των ρανουγκουλιδών είναι μονοετής πόα ύψους 20-40 εκ., με βλαστό λείο ή λίγο χνουδωτό στη βάση, και φύλλα πτερόμορφα. Ανθίζει από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο με κόκκινα και, ενίοτε, κίτρινα άνθη, που έχουν 5-10 πέταλα. Ο καρπός του είναι συγκάρπιο κυλινδρικό. Φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα. Ένα άλλο φυτό, γνωστό και αυτό ως άγρια π., η μήκων η άγρια της οικογένειας των μηκωνιδών, φυτρώνει επίσης σ’ όλη την Ελλάδα. Π. άγρια ονομάζεται επίσης και η ανεμώνη, που αριθμεί περίπου 90 είδη.
Παπαρούνα. Μήκων η υπνοφόρος (αφιόνι).
Παπαρούνα η αλπική: είναι διαδομένη στις αλπικές ζώνες των βουνών της Β. Ελλάδας και όλης της Ευρώπης, και στις αρκτικές περιοχές.
* * *ηκοινή ονομασία τών 100 περίπου ειδών τού γένους παπάβερ, γνωστού και με την αρχαία και λόγια ονομασία Μήκων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. papaverone (ιδιωμ. τ. paparina) ή < ρουμαν. paparoană (< λατ. papaver, -eris «παπαρούνα»)].
Dictionary of Greek. 2013.